- πωρεία
- πωρεία λίθος,= πώρινος λίθος, Str.17.1.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πώρειος — εία, ον, Α [πῶρος] φρ. «πωρεία λίθος» πώρινος λίθος, πώρος («οὗτος δ ἐστὶ μεστὸς ψήφων φακοειδῶν λίθου πωρείας», Στράβ.) … Dictionary of Greek